- γόνιμος
- -η, -ο (AM γόνιμος, -ον) [γόνος]1. ικανός να γεννάει, να παράγει, παραγωγικός, εύφορος2. δημιουργικός, εφευρετικός3. αποτελεσματικόςαρχ.1. γνήσιος2. αυτός που μπορεί να ζήσει, ο βιώσιμος3. (στους Πυθαγόρειους για περιττό αριθμό ημερών, μηνών κ.λπ.) ευνοϊκός στη γέννηση ή κρίσιμος στην αρρώστια.
Dictionary of Greek. 2013.